Κόζα

Κόζα
ή Ξόζα, οι
εθνολ. ομάδα συγγενικών φύλων που παλαιότερα ήταν γνωστά με την ονομασία Κάφροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Xhosa, ονομ. φύλου τής Αφρικής στη γλώσσα Νγκόνι-Μπαντού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάφρος — ο 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Κάφροι παλαιά ονομασία τών λαών Κόζα τής νοτιοανατολικής Αφρικής 2. (με υποτιμητική σημ.) απολίτιστος, αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kāfir] …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • Βούλτσι — Αρχαία ετρουσκική πόλη, 100 χλμ. βόρεια της Ρώμης, συνδεόμενη πιθανώς με την Κόζα, στην παραλία που θα έπρεπε να είναι το φυσικό της επίνειο. Η θέση της αρχαίας πόλης ήταν γνωστή από τα τέλη του 14ου αι. Τον 19ο αι. η νεκρόπολή της υπέστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”